μπάρμαν

μπάρμαν
ο
άκλ.
1. υπάλληλος μπαρ ο οποίος ασχολείται κυρίως με την παρασκευή κοκτέιλ
2. σερβιτόρος σε μπαρ
3. ιδιοκτήτης μπαρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. barman].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”